χρήμα

χρήμα
Είναι το μέσο που χρησιμεύει ως κοινό μέσο ανταλλαγής και πληρωμών. Σε αυτό βασίζεται η λειτουργία του μηχανισμού των τιμών, που κατευθύνει την παραγωγή και την κατανάλωση, και γι’ αυτό ακριβώς το χ. αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις έννοιες της οικονομικής επιστήμης. Στην αρχαιότητα ως χ. χρησιμοποιούσαν ζώα, σιτηρά και διάφορα άλλα αγαθά· αργότερα χρησιμοποίησαν μέταλλα, από τα οποία τα πολύτιμα είχαν σημαντικά πλεονεκτήματα (μεταφέρονταν εύκολα, διαιρούνταν, διατηρούνταν και ήταν σπάνια). Με τη διαίρεση των μετάλλων σε ίσα τεμάχια και την πιστοποίηση, με τη σφραγίδα του κράτους, της γνησιότητας και του βάρους τους, δημιουργήθηκε το νόμισμα. Σήμερα όμως ως νόμισμα χαρακτηρίζονται όλα τα μέσα πληρωμών οπότε ταυτίζονται οι έννοιες χ. και νόμισμα.
* * *
-ατός, το / χρῆμα, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πληθ. χρείματα, τὰ, Α
1. συναλλακτικό μέσο, νόμισμα
2. (στον εν. και στον πληθ.) τα χρήματα
η περιουσία σε νόμισμα, μετρητά, λεφτά, παράδες (α. «έχει πολλά χρήματα» β. «πωλήσας ἤνεγκε τὸ χρῆμα καὶ ἔθηκε παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων», ΚΔ)
νεοελλ.
1. κοινής αποδοχής μέσο οικονομικών ανταλλαγών, στο οποίο έχουν εκφραστεί οι τιμές και οι αξίες και το οποίο αποτελεί το κύριο μέτρο τού πλούτου
2. φρ. α) «αγορά χρήματος»
(οικον.) η χρηματαγορά
β) «θερμό χρήμα» — κεφάλαια που μετακινούνται από μία χώρα σε άλλη σε βραχυχρόνια βάση
γ) «λογιστικό - τραπεζικό χρήμα» — χρήμα που δημιουργεί η ομαλή λειτουργία τού τραπεζικού συστήματος με την μετατροπή σε δάνεια τών καταθέσεων τών καταθετών
δ) «ξεπλυμένο χρήμα» — χρήμα που προέρχεται από παράνομες δραστηριότητες και το οποίο, με διάφορα τεχνάσματα, εμφανίζεται από τους κατόχους του να έχει νόμιμη προέλευση
ε) «πλαστικό χρήμα» — τα χρηματικά ποσά που διακινούνται μέσω τών πιστωτικών και χρεωστικών πλαστικών καρτών που εκδίδουν τράπεζες και επιχειρήσεις με στόχο τη διευκόλυνση τών συναλλαγών και τών ταξιδιών
στ) «ποσοτική θεωρία χρήματος» — οικονομική θεωρία που συσχετίζει αλλαγές στο επίπεδο τών τιμών με τις μεταβολές στην ποσότητα τού χρήματος
ζ) «έπεσε πολύ χρήμα» — δαπανήθηκαν πολλά χρήματα
η) «έχει χρήμα με ουρά» — είναι βαθύπλουτος
θ) «είναι ανώτερος χρημάτων» — είναι αδέκαστος, δεν δωροδοκείται
ι) «ο χρόνος είναι χρήμα» — βλ. χρόνος
3. παροιμ. «έχεις χρήματα, έχεις πατήματα» — δηλώνει ότι το χρήμα προσδίδει στον κάτοχό του κοινωνική δύναμη
αρχ.
1. αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος
2. ιερό κειμήλιο ναού
3. τιμή, αξία
4. συμβάν, γεγονός
5. μάχη, συμπλοκή
6. χρησμός
7. (για πρόσ. και για πράγμ.) μεγάλος αριθμός
8. στον πληθ. α) χρέη
β) εμπορεύματα
9. φρ. α) «τί χρῆμα;»
i) τί πράγμα, τί;
ii) γιατί;
β) «τί δ' ἐστι χρῆμα» — τί συμβαίνει; (Αισχύλ.)
γ) «μάλιστα χρημάτων» — πάνω απ' όλα, κυρίως
δ) «τὸ χρῆμα τῶν νυκτῶν ὅσον» — πόσο πολύ μεγάλες είναι οι νύχτες (Αριστοφ.)
ε) «λιπαρὸν τὸ χρῆμα τῆς πόλεως» — τί λαμπρή πόλη (Αριστοφ.)
στ) «πᾱν χρῆμα κινῶ» — κινώ κάθε λίθο, κάνω οτιδήποτε (Ηρόδ.)
ζ) «τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον» — το έργο, η πράξη δείχνει το ποιόν τού ανθρώπου (Πίνδ.)
10. παροιμ. α) «χρήματα ψυχὴ πέλεται βροτοῑσι» — δηλώνει ότι η περιουσία έχει ζωτική σημασία για κάθε άνθρωπο (Ησίοδ.)
β) «χρήματ' ἀνήρ» — δηλώνει ότι η περιουσία προσδίδει υπόσταση σε έναν άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού τ. χρή* «πρέπει, χρειάζεται», με κατάλ. -μα τών ουδ. και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα πλούτη, τα αγαθά, τα νομίσματα και την περιουσία σε νομίσματα (δηλαδή τα εισοδήματα που μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς εύκολα κάθε στιγμή, σε αντιδιαστολή προς τη λ. κτῆμα), ενώ απαντά και με τη γενική σημ. «πράγμα, υπόθεση» (για το ζεύγος χρῆμα: χρῆσις, βλ. λ. χρήση). Η λ. χρῆμα απαντά ως β' συνθετικό με τις μορφές -χρήμων, η οποία είναι αρχαιότερη (πρβλ. -χρήμων, φιλο-χρήμων) και -χρήματος, η οποία απαντά κυρίως στον πεζό λόγο (πρβλ. -χρήματος, φιλο-χρήματος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρῆμα — need neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρήμα — το, ατος 1. νόμισμα, λεφτά, παράδες: Έχει πολλά χρήματα. 2. φρ., «Έπεσε πολύ χρήμα», δαπανήθηκαν πολλά χρήματα. 3. φρ., «Έχει χρήμα με ουρά», είναι πολύ πλούσιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • μονεταρισμός — Οικονομική θεωρία και η οικονομική πολιτική που προκύπτει από αυτήν (ο όρος προκύπτει από την αγγλική λέξη monetary, νομισματικός). Δίνει έμφαση στην προσφορά χρήματος και τον τρόπο που επιδρά σε μια οικονομία, ειδικότερα στις τιμές, την παραγωγή …   Dictionary of Greek

  • ταμείο — Στην οικονομία είναι το σύνολο των διαθέσιμων ρευστών, κυρίως σε μια επιχείρηση. Η συνήθεια να διατηρούνται μεταλλικά νομίσματα ή χαρτονομίσματα στο τ. ή καλύτερα σε ένα χρηματοκιβώτιο είχε σιγά σιγά ως συνέπεια να χαρακτηρίζεται ως τ. η έννοια… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαίο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… …   Dictionary of Greek

  • ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”